Τιμημένος με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1998 για την ποιητική συλλογή του Ο αθλητής του τίποτα, ο ποιητής Γιάννης Κοντός μιλά για την τέχνη του και τα μυστικά της, για την κριτική και το πολιτιστικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Ένας ποιητής μιλάει αλλιώτικα απ’ ό,τι εμείς, που δεν είμαστε ποιητές, για πράγματα που βλέπουμε ή για καταστάσεις που μας φαίνονται «πεζές». Αυτό το «αλλιώτικα» δεν έχει κάποιους κανόνες. Ωστόσο, πάντα αναρωτιέμαι πώς – ή αν – θα μπορούσα να γράψω στίχους, ξεκινώντας από δυο λέξεις: «Θα βρέξει»! Ο ποιητής μπορεί. Με λέξεις καθημερινές, κοινόχρηστες, σκαλίζει το περιβολάκι του και εκεί κάποια στιγμή φυτρώνουν όχι μόνο λουλούδια αλλά και δέντρα ολόκληρα. Ο ποιητής μιλάει αλλιώς. «Ο Διονύσιος Σολωμός έστριβε βιαστικά τη γωνία / τυλιγμένος σε μπέρτα με αστέρια» ή «Ο γιακάς της καμπαρντίνας μου ξυράφι» ή «Κλείνεις τα παράθυρα, βάζεις μέσα / τη βροχή και ψήνεσαι στην αλήθεια» ή ακόμη «Τι Σάββατο κι αυτό. / Λιοντάρια τρώνε τον Σεπτέμβριο, / και ο Οκτώβριος μας καταπίνει όλους»… Τώρα μιλάμε για στίχους του Γιάννη Κοντού που περιέχονται στην τελευταία ποιητική του συλλογή Ο αθλητής του τίποτα (εκδ. Κέδρος). Θα ήταν μια καλή αφορμή – δηλαδή, η έκδοση ενός βιβλίου – για να μιλήσουμε με τον ποιητή. Ωστόσο, η αφορμή έγινε ισχυρότερη αφότου το βιβλίο αυτό χάρισε στο δημιουργό του το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 1998. Αλλά τι λέμε; Ο Γιάννης Κοντός κέρδισε ένα μεγάλο βραβείο με το σπαθί του. Τα δέκα ποιητικά βιβλία του – αρχίζοντας το 1970 με την Περιμετρική – και εκείνα τα Ευγενή μέταλλά του, προβάλλουν τον «άλλο τρόπο ομιλίας» ενός πνευματικού ανθρώπου, που παρατηρεί τη ζωή με θαυμασμό. Διαβάζεις τους στίχους του και νιώθεις ότι ταξιδεύεις, ενώ αυτός ο ποιητής χαμογελά: «Ξετυλίγω την ιστορία μου, και σε κλείνω σπίτι, σε κοιμίζω». Όποιος θέλει να διαβάσει, ας αγοράσει το βιβλίο – είναι σαν να πηγαίνει σινεμά και να βλέπει ένα σπονδυλωτό φιλμ…
- Εάν έκανες μια αποτίμηση, ποια θα ήταν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της τριαντάχρονης ποιητικής δημιουργικής πορείας σου;
Η υπομονή, η επιμονή και ο έρωτας για το θαύμα της γλώσσας και της ποιήσεως. Γιατί ο συνδυασμός της γλώσσας, αυτός παράγει και συντηρεί τα άνθη της ποιήσεως. Μιλάω πάντα ποιητικά και όχι με δοκιμιακό τρόπο για το φαινόμενο της λογοτεχνίας και της ποιήσεως. Νομίζω ότι μ’ αυτό τον τρόπο τα έχω καλά με τον εαυτό μου κι επιπλέον γίνομαι πιο κατανοητός στους αναγνώστες.
- Θα μπορούσε να θεωρηθεί το Κρατικό Βραβείο Ποίησης που σου απονεμήθηκε επιστέγασμα της μέχρι τώρα ποιητικής δημιουργίας σου;
Βεβαίως είναι μια αναγνώριση από την Πολιτεία, και ιδιαίτερα από το Υπουργείο Πολιτισμού, και την αποδέχομαι με ευχαρίστηση. Αλλά τα βραβεία, εκτός των τυπικών αυτών ιδιοτήτων, δεν δημιουργούν λογοτέχνες, δεν δίνουν άδεια εισόδου στο ταλέντο που έχει ένας καλλιτέχνης σε σχέση με τη δουλειά του. Άρα τα βραβεία δεν δημιουργούν ποιητές, αλλά είναι μια χειρονομία τιμής της Πολιτείας.
- Πώς αντιμετώπισες τη συνάφεια με τόσους μεγάλους των γραμμάτων και των τεχνών – τα «Ευγενή μέταλλα» είναι ένα δείγμα της επικοινωνίας σου με ποιητές, πεζογράφους, ζωγράφους…
Οι άνθρωποι που γνώρισα και πλησίασα, ουσιαστικά με «κατοίκησαν». Πιστεύω ότι η λογοτεχνία και οι προσωπικότητές της είναι συνέχεια μιας αλυσίδας του πολιτισμού μας. Κι εγώ μαθήτευσα και ασκήθηκα κοντά σ’ αυτές τις προσωπικότητες, γιατί η Τέχνη έχει τα μυστικά της και μεταδίδεται από τους παλαιότερους στους νεότερους. Να προσθέσω ότι εγώ είμαι από εκείνους τους καλλιτέχνες, που 18-19 χρόνων πήγαινα έξω από το σπίτι του Σεφέρη , Άγρας 22, και καθόμουνα με τις ώρες μήπως βγει ο ποιητής για να τον δω. Αυτή η εξομολόγηση δείχνει τη σχέση που ήθελα να έχω με τους δασκάλους μου.
- Ναι, αλλά ασχολήθηκες στα κείμενά σου όχι μόνο με ομοτέχνους σου, αλλά και με ζωγράφους. Έχεις γράψει ένα σωρό κείμενα για ζωγράφους. Αυτό τι σημαίνει;
Σημαίνει την ομοιογένεια και ουσιαστικά το αδιάσπαστο της Τέχνης. Εγώ προσωπικά πιστεύω – και το τηρώ και το συντηρώ στη ζωή μου – ότι πρέπει να επικοινωνώ καλλιτεχνικά και φιλικά με όλες σχεδόν τις εκφάνσεις της Τέχνης, γιατί ουσιαστικά βοηθιέμαι εγώ ο ίδιος στο γράψιμό μου.
- Πώς γράφεις ένα ποίημα;
Ένα ποίημα ή αυτό που λένε η στιγμή της δημιουργίας είναι πολυσύνθετη διεργασία. Δηλαδή, μια εικόνα του δρόμου ή μια φανταστική, μια μυρωδιά, οι καιρικές συνθήκες, ένα πρόσωπο που επανέρχεται και χιλιάδες άλλα πράγματα, θα έλεγα εκατομμύρια, ανάβουν το φιτίλι για ν’ αρχίσει η πιο γλυκιά και αγωνιώδης πνευματική κατάσταση. Πολλές φορές επηρεάζεται και το σώμα και γράφεις. Είναι μια διεργασία, αγαπητέ Νίκο, που δεν μπορεί η επιστήμη να την εντοπίσει. Εις πείσμα όλων, ακόμη και του Αϊνστάιν, ο οποίος ήταν ένα είδος ποιητού. Ακόμη μερικά μυστικά μου: Μέχρι πριν 7-8 χρόνια έγραφα απόγευμα και βράδυ. Πέστο, περίπου φυσιολογικά. Τα τελευταία όμως χρόνια γράφω το πρωί, μόλις ξυπνήσω, για μια ώρα προτού πάω στη δουλειά μου. Γράφω δε τη συνέχεια αυτόματα που έχω αφήσει από την προηγουμένη. Αυτή την πρωινή ετοιμότητα και λειτουργία δεν μπορώ να την ερμηνεύσω. Βέβαια, όλη την ημέρα ένας δημιουργός σκέπτεται και ζει γι’ αυτή την υπόθεση. Έτσι κι εγώ πάντα, σε διάφορες ώρες, κρατάω σημειώσεις που είναι: σκέψεις, εικόνες, συνέχειες κ.ά. Μιας και με ρωτάς για τεχνικά θέματα, πρέπει να σου πω ότι ένα ποίημα μπορεί να τελειώσει σε μισή ώρα, μπορεί όμως να μείνει στην άκρη και να τελειώσει μετά από 1-2 χρόνια.
- Η κριτική πόσο μπορεί να επηρεάσει στην ποιητική και, γενικότερα, στην καλλιτεχνική δημιουργία;
Η κριτική σε παλαιότερες εποχές (Σινόπουλος, Λειβαδίτης, Καραντώνης, Φράιερ, Νόρα Αναγνωστάκη κ.ά.) βοηθούσε, εκτός των συμβουλών, ακόμη και στο χτίσιμο μιας προσωπικότητας. Αναφέρω τους παλαιότερους, οι οποίοι διακόνησαν με τον τρόπο τους τη λογοτεχνία. Αντιδιαστέλλοντας το σημερινό φαινόμενο της κριτικής που, κατά το πλείστον, είναι πρόχειρη, σύντομη και επιθετική – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Όπως άλλαξαν πολλά στις μέρες μας, άλλαξε και η λειτουργία της κριτικής κι αυτό φαίνεται ότι είναι ένα σύμπτωμα των καιρών μας.
- Πώς θα χαρακτήριζες τη σημερινή ποιητική παραγωγή σε σχέση με την πρόσφατη πλούσια και ποιοτική παράδοση;
H σημερινή παραγωγή της ποιήσεως στη χώρα μας είναι ακμαία, δυνατή και φυσικά είναι η συνέχεια των ποιητών της λεγόμενης γενιάς του τριάντα και των ποιητών του μεσοπολέμου, για να μην πάμε και παλαιότερα.
- Πόσο απηχεί η ποίηση την αγωνία του σημερινού ανθρώπου;
Ο σημερινός ποιητής φυσικά αντανακλά το σημερινό κοινωνικό φαινόμενο, με όλες τις διαβαθμίσεις και τα επακόλουθά του. Θέλω να πω ότι ο ποιητής ζει μέσα στην κοινωνία, συμπάσχει, έχει τις καθημερινές περιπέτειές του και, με τον τρόπο του, αυτές αποτυπώνει στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Δηλαδή, ο καλλιτέχνης ζει μέσα στην κοινωνία.
- Επειδή μας απασχολεί πολύ ο αναγκαστικός μονόδρομος προς την ΟΝΕ, μήπως έχουν αρχίσει ν’ αλλοιώνονται κάποια χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας και του πολιτιστικού προσώπου της Ελλάδας;
Δεν είναι μόνον οι αριθμοί ούτε η ΟΝΕ. Η Ελλάδα έχει λίγες υψικάμινους κι έτσι έχει μερικώς ελάχιστη βαριά βιομηχανία – η πρώτη όμως πραγματική υψικάμινος ήταν το 1934 του Ανδρέα Εμπειρίκου! Θέλω να πω ότι η χώρα μας παράγει επί σειρά ετών πολύ καλούς καλλιτέχνες. Υπάρχει, δηλαδή, μια παράδοση, αλλά αν πιστέψουμε σε μια κοινωνιολογική-ψυχαναλυτική άποψη, συνήθως ο καταπιεζόμενος κάνει τέχνη. Εδώ, βέβαια, θα χαμογελάσουμε και λίγο. Έχει όμως μια δόση αλήθειας. Τηρουμένων των αναλογιών, στις μέρες μας η Τέχνη προβάλλεται περισσότερο από παλαιότερες εποχές και το κράτος είναι ανεκτικότερο και βοηθάει και λίγο…
- Ενδιαφέρεται σήμερα ο κόσμος για την Τέχνη;
Ο κόσμος δείχνει ενδιαφέρον. Άλλωστε, γίνεται μεγαλύτερη προβολή τού καλλιτεχνικού προϊόντος από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης κι ο μέσος άνθρωπος αντιλαμβάνεται πολλά πράγματα. Όμως, ο βαθμός επικοινωνίας του ατόμου με την Τέχνη είναι θέμα παιδείας, παράδοσης και άλλων παραγόντων που το ελληνικό κράτος, ως μη καλώς οργανωμένη Πολιτεία, δεν τα έχει προσέξει αυτά τα πράγματα. Και πολλές φορές οι καλλιτέχνες χάνονται μέσα στην έρημο της αδιαφορίας.
- Τι είναι εκείνο, δηλαδή, που θα οδηγήσει τον αναγνώστη στην επιλογή του σωστού, ωφέλιμου βιβλίου;
Η αισθητική, το γούστο του. Κι αυτό, όπως είπαμε, είναι θέμα παιδείας!
- Μας κλέβει χρόνο η τηλεόραση;
Εγώ προσωπικά, βλέπω τηλεόραση. Βλέπω ό,τι θέλω, όπως θέλω και με συνδυασμούς του μυαλού μου δημιουργώ άλλες ιστορίες. Όμως για τον μέσο εργαζόμενο, ορισμένες εκπομπές είναι πλήρως αντιπνευματικές και αποχαυνωτικές και του δημιουργούν σύγχυση και άγρια ένστικτα. Ύστερα, πολλά κανάλια προτείνουν σαν τρόπο ζωής το μελό! Η ζωή όμως δεν είναι έτσι…
- Έχει πνευματικότητα η κοινωνία μας;
Αυτή την ερώτηση που μου υποβάλλεις, Νίκο, την κάνω παγίως κάθε χρονιά στους μαθητές μου της Σχολής Θεάτρου του Κώστα Καζάκου. Είναι μια πρόκληση αυτό. Όμως οι εποχές δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Και κάθε εποχή έχει το ποσοστό πνευματικότητας που έχουν καλλιεργήσει οι άνθρωποί της.
- Ο εκδοτικός καταιγισμός με δεκάδες τίτλους νέων βιβλίων σημαίνει ότι υπάρχει ανάλογη ζήτηση;
Ναι και όχι. Γιατί η υπερπληθώρα βιβλίων δεν αντανακλά πνευματικότητα της εποχής, αλλά έναν καταναλωτισμό που, πολλές φορές, είναι ύποπτος…
[Αθηναϊκή, Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 1998]