ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ: «Η περιέργεια με κρατάει τόσα χρόνια στη ζωή…»

Standard

Καλιότσος ΠαντελήςΜου φάνηκε λιγομίλητος – και στ’ αλήθεια έτσι είναι. Δεν είναι «ευλογημένος» – να γράφει μονάχα… Όταν τηλεφωνηθήκαμε, οι κουβέντες του ήταν ανεπαίσθητες σφυριές. Δώσαμε ραντεβού για να τα πούμε. «Και πώς θα γνωριστούμε;» λέει. Κι εγώ: «Μα, αφού σας έχω δει σε φωτογραφίες και δεν υπάρχει περίπτωση να μη σας γνωρίσω!». Εκείνος: «Ξέρεις, οι φωτογραφίες καμιά φορά δεν αποδίδουν!». Και δίνει τη λύση, με μια ακόμη σφυριά: «Θα κρατώ ένα κατσαβίδι…». Εγώ έμεινα βουβός και άφωνος. Στο ραντεβού ήταν συνεπής, αλλά κατσαβίδι δεν κρατούσε. Κουβεντιάσαμε αρκετά. Γίναμε φίλοι. Ξαναβρεθήκαμε στο «δώμα» για τη συνέντευξη – εκεί έβλεπες παντού βιβλία, φωτογραφίες, τη σκακιέρα σ’ ένα τραπεζάκι, μια προτομή φιλοτεχνημένη από την Αργυρώ. Την άλλη μέρα έφυγε για το Μεταξοχώρι της Αγιάς – έξω από τη Λάρισα – όπου είναι το ησυχαστήριό του.

Πλούσια και δεμένη με τους καρπούς της νεοελληνικής εμπειρίας, η σημερινή πεζογραφία μας δίνει το στίγμα της και υπογραμμίζει τη νεότητά της. Ο Παντελής Καλιότσος, ένας από τη γενιά της Κατοχής – όπως λέει ο ίδιος – καλεί, όσους επέζησαν, φίλους και συμμαθητές και οργανώνει το Συμπόσιο.

Το Συμπόσιο είναι το τελευταίο του βιβλίο, μια μυθιστορηματική τετραλογία που είναι ό,τι καλύτερο έχει γράψει (κατά τη γνώμη μας). Νομίζω ότι τέλειωσα – θα μας πει ο ίδιος. Από δω και πέρα ό,τι γράψω θα είναι δευτερολογίες!

  • Αλλά, τι είναι το Συμπόσιο;

«Το λέω σε μια παράγραφο του βιβλίου μου: Στην Κατοχή, η πείνα για το ψωμί, βάθυνε ανεπαισθήτως στην αιώνια πείνα και δίψα του ανθρώπου για το μεγάλο ερώτημα της ζωής: Ποιος είμαι, από πού έρχομαι και πού πάω… Το ίδιο και ο φόβος και η λαχτάρα της λευτεριάς αλλά και το σκοτάδι, απλά δηλαδή η έλλειψη του φωτός… Γιατί ήμουνα τότε 17 χρονώ, τούτο το μυστήριο τ’ αντίκριζα για πρώτη φορά. Ένα μεσημέρι σκαρφάλωσα στην ταράτσα του σπιτιού μας – γιατί δεν είχε σκάλα – κι απάνω στην καπνοδόχο της που ήταν από λαμαρίνα, έγραψα με μολύβι αυτό: «Τι είναι ζωή; Υπάρχει Θεός; Όταν μεγαλώσω, θα ξανάρθω εδώ να δώσω απάντηση». Κατανοήστε την ορμή του εφήβου, του καινούργιου ανθρώπου, την παράλογη κι εξωφρενική πίστη του, μια μέρα αυτός θα δώσει απάντηση, μια μέρα αυτός θα σώσει τον κόσμο. Και πράγματι, κράτησα την υπόσχεσή μου: Μετά από 40 ολόκληρα χρόνια – κοντά στην έξοδο πια – ξαναβρέθηκα στην ταράτσα – τώρα είχανε βάλει σκάλα – και είδα τη γραφή που μόλις διακρινότανε πια. Τα θυμήθηκα όλα, ποτέ άλλωστε δεν έπαψε να με απασχολεί το ερώτημα. Οφείλω, λοιπόν, τώρα να γράψω από κάτω την απάντηση. Έτσι δεν είναι; Μια ολόκληρη ζωή πέρασε – τι έχω να πω άραγε; Αυτό έκανα. Μόνο που δεν μου έφτανε βέβαια η λαμαρίνα του φουγάρου. Την έγραψα σ’ ένα βιβλίο 200 σελίδων…».

  • Και ποια είναι η απάντηση που δόθηκε;

Τι ελκυστική περιέργεια! Και μένα μπορώ να πω, η περιέργεια με κρατάει τόσα χρόνια στη ζωή. Ωστόσο, δεν μπορώ ν’ απαντήσω απλά, όπως θα το ήθελες. Δεν έχω το ευ-λέγειν, δεν είμαι ευλογημένος. Στο Συμπόσιο όμως, το λέω…

Η εμφάνιση του Παντελή Καλιότσου το 1964, με το μυθιστόρημα Ο μεσαίος τοίχος είναι ταυτόχρονα και η επιβολή μιας αναμφισβήτητης παρουσίας στο νεοελληνικό πεζογραφικό χώρο. Έγραφε, τότε, ο κριτικός Βάσος Βαρίκας: «Οι φιλοσοφικές του διερευνήσεις και ο προβληματισμός του δείχνουν άνθρωπο που πολύ τον βασάνισε η μοίρα του μέσα στο σύγχρονο κόσμο… Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του κ. Καλιότσου, έχεις την εντύπωση ότι μέσα του αντιπαλεύουν δυο άνθρωποι: ο πεζογράφος και ο στοχαστής!»[1]. Διαβάζοντας κανείς το Συμπόσιο, δηλαδή είκοσι περίπου χρόνια μετά, έχει την εντύπωση ότι ο πεζογράφος και ο στοχαστής άλλοτε αντιπαλεύουν και άλλοτε ομονοούν.

Το 1965 θα δημοσιεύσει τους Ονειροπόλους και θ’ ακολουθήσει η Τριλογία της λεωφόρου (Μάθημα δολοφονίας, 1972 – Η συμπεριφορά του κενού, 1973 – Φανταστική παράγραφος 7, 1974). Τα τρία αυτά βιβλία με το μυστικισμό και το φιλοσοφικό τους χαρακτήρα έχουν ως θέμα τους την υπέρβαση του θανάτου: «Ο θάνατος καταργείται». Και η κατάργησή του θα γίνει με την εξαφάνιση της ατομικότητας μέσα στη λεωφόρο, λέξη που κρατάει την ετυμολογική της σημασία.[2]

«Η λεωφόρος είναι για μένα κυριολεξία. Πιστεύω στο λαό. Από μια άποψη τα έντομα έχουν καταργήσει το θάνατο γιατί ενδιαφέρονται για το είδος, όχι για το άτομο…».

Ο συγγραφέας περπατάει σε τεντωμένο σχοινί. Οι ήρωες των έργων του «είναι τα θραύσματα μιας διασπασμένης προσωπικότητας – μια μόνο ψυχή υπάρχει στον κόσμο – που τείνει να βρει την ενότητά της».

Και σ’ όλα τα υπόλοιπα έργα του Καλιότσου, θα παρατηρήσουμε την ίδια εναγώνια προσπάθεια να κρατήσει με τον «ασυνεχή κόσμο» του μια «εσωτερική ενότητα». Ήρωας ο ίδιος, διασπασμένος στον Γιούρα, στο Χριστόπουλο, στον Αντιστρόφα, στον Κούρτογλου… – στα ονόματα που κάποτε ήταν η παρέα του.

Αλλά, ιδού πώς αυτοβιογραφείται ο Παντελής Καλιότσος:

Γεννήθηκα το 1925 ή ’26 στην Αθήνα από γονείς εργάτες. Ο πατέρας μου πέθανε από την πείνα της Κατοχής. Πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια. Δέκα χρονών μπήκα στο νοσοκομείο, απ’ όπου βγήκα δώδεκα, αλλά έμεινα κουτσός. Βγάζοντας το Γυμνάσιο αναγκαζόμουνα, από καιρό σε καιρό, να κάνω όλων των ειδών τις δουλειές για να ζήσω: υδραυλικός, μικροπωλητής, περιπτεράς, εργάτης, γραφιάς, έμπορος ή ακόμα και κλέφτης. Τα χρόνια αυτά δεν πρόλαβα ν’ αγωνιστώ για ιδέες και κάθε άλλο παρά γι’ αυτές έκανα φυλακή. Σήμερα – χωρίς να έχω καμιά φιλική σχέση με την εκκλησία – νομίζω πως είμαι χριστιανός ή κομμουνιστής, δεν ξέρω ακριβώς.

(Ακόμα και τώρα έχω την εντύπωση πως είμαι πεσμένος κάθετα στη ζωή, ξαφνικά τώρα! Η διαρκής παιδική μου ηλικία οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη αγωγής).

Κοντολογίς, πιστεύω ότι η ανώτερη ανθρώπινη αξία είναι αυτή της Δικαιοσύνης, υψηλότερη ακόμα κι από την Αγάπη, που την αντιλαμβάνομαι, όχι σαν ηθική εντολή, αλλά σαν όργανο Γνώσης. Άρχισα να γράφω από το Γυμνάσιο. Το 1961 «αναχώρησα» σ’ ένα βουνό, στη Σκύρο! Έως το 1963, που έμεινα εκεί, είχα γράψει αρκετά μυθιστορήματα, λίγα διηγήματα – 4 ή 5 – και δοκίμια, χωρίς να έχω ακόμα δημοσιεύσει τίποτα. Το 1964 ο Γ. Σαββίδης έβαλε στον Ταχυδρόμο σε συνέχειες το μυθιστόρημα Ο Μεσαίος Τοίχος. Αργότερα, το έργο αυτό έγινε ταινία – που ήταν όμως ίσως χειρότερα από τα Ξύλινα Σπαθιά μου, της τηλεόρασης.

Εκδόθηκε από τον Φέξη. Ακολούθησαν οι Ονειροπόλοι (Αχιλλέας Μανωλόπουλος), Η Τριλογία της λεωφόρου, Η Μύγα (1977), Η Δεκεμβριανή νύχτα (1978), Τα γουρούνια (1981) κ.ά. Δεν έβγαλα ψωμί από τα βιβλία μου, εξόν λίγα από τα Ξύλινα Σπαθιά. Το ζήτημα αυτό – όπως και άλλα πολλά – οφείλεται στην Άννα Δεϊμέζη που με παντρεύτηκε το 1964».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ. Ο Παντελής Καλιότσος γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα. Εκεί πέρασε τα πρώτα του χρόνια, σπουδάζοντας και ταυτόχρονα κάνοντας κάθε είδους δουλειά: εργάτης, υδραυλικός, μαρμαράς, μικροπωλητής, υπάλληλος κτλ. Αργότερα έφυγε μακριά από την πόλη, με σκοπό να μονάσει, αλλά δεν τα κατάφερε για περισσότερο από δύο χρόνια. Άρχισε να γράφει απ’ το 1943, πιστεύοντας στη λογοτεχνία, και στην τέχνη γενικότερα, όχι ως μέσο προβολής και καθιέρωσης αλλά απλά ως θεραπεία ψυχής. Έτσι, συνέχισε να γράφει επί είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δημοσιεύσει οτιδήποτε ή να εκδώσει βιβλίο. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1964 με το μυθιστόρημα Ο μεσαίος τοίχος, που, όντας χειρόγραφο, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Ταχυδρόμος. Αργότερα εργάστηκε για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, σε παιδικά κυρίως προγράμματα. Έργα του: Εδώ κουτσούλησε μια μύγα, διήγημα (1958). Ο μεσαίος τοίχος, μυθιστόρημα, Φέξης (1964), Κέδρος (1971), Πατάκης (2000). Οι ονειροπόλοι, μυθιστόρημα, Alvin Redman Hellas (1965), Κέδρος (1980, με τίτλο Αχιλλέας Μανωλόπουλος [Οι ονειροπόλοι]. Μάθημα δολοφονίας, μυθιστόρημα, Κέδρος (1971), Εκδόσεις Πατάκη (1994). Η συμπεριφορά του κενού, μυθιστόρημα, Κέδρος (1973, 1982). Φανταστική παράγραφος 7, μυθιστόρημα, Κέδρος (1974), Εκδόσεις Πατάκη (1994). Δεκεμβριανή νύχτα [Εργάτες της πίσσας], μυθιστόρημα, Κέδρος (1978, 1983). Τα γουρούνια, μυθιστόρημα, Κέδρος (1981), Εκδόσεις Πατάκη, (1992, 1994). Το συμπόσιο, μυθιστορηματική τετραλογία, Καστανιώτης (1985, 1989). Η τριλογία της λεωφόρου [Μάθημα δολοφονίας, Η συμπεριφορά του κενού, Φανταστική παράγραφος 7], Κέδρος (1985). Στρατιωτικές ασκήσεις, διηγήματα, Κέδρος (1989). Διωγμός απ’ την κόλαση, νουβέλα, Κέδρος (1991). Για παιδιά: Τα ξύλινα σπαθιά, μυθιστόρημα, Κέδρος (1974, 1992), Εκδόσεις Πατάκη (1994, 11η ανατύπωση 2001). Η μύγα, διηγήματα, Κέδρος (1977, 1985), Εκδόσεις Πατάκη (1994, 6η ανατύπωση 2000). Το ιζεντόρε και τ’ αηδόνι, παραμύθι, Κέδρος (1981, 1987). Πατέρας και γιος, μυθιστόρημα, Κέδρος (1987, 1992), Εκδόσεις Πατάκη (1995, 9η ανατύπωση 2000). Ένα σακί μαλλιά, Εκδόσεις Πατάκη (1996, 4η ανατύπωση 2000). Η σφεντόνα του Δαβίδ, Εκδόσεις Πατάκη (2001).

[Εξόρμηση, 14 Φεβρουαρίου 1986]


[1] Βάσος Βαρίκας, «Κόσμος χωρίς πίστη. Παντελή Καλιότσου: Ο μεσαίος τοίχος». Το Βήμα της Κυριακής, 24/1/1965 Και στον τόμο: Συγγραφείς και κείμενα, Α΄ 1961-1965. Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1975, σσ. 249-252.

[2] Γ. Δ. Παγανός, Αναζητήσεις στη σύγχρονη πεζογραφία.